αλώνιον

αλώνιον
ἁλώνιον, το (AM)
βλ. αλώνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁλώνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίου — ἁλώνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωνίων — ἁλώνιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου. * * * το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν) (νεοελλ. μσν.) 1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το …   Dictionary of Greek

  • Kavousi — Καβούσι …   Deutsch Wikipedia

  • άλων — ἅλων ( ωνος), η (Α) 1. (ιδιαίτερα στις πλάγιες πτώσεις) ἅλως* αλώνι 2. (στον πληθ. το «αλώνι» τού φεγγαριού (βλ. άλως). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε υποχωρητικά από τη μτγν. γενική ἅλωνος τού αττικόκλιτου ουσ. ἅλως, ο (βλ. και αλωή). ΠΑΡ. ἁλώνιον. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • ανεμαλώνι — το 1. η άλως γύρω από τον ήλιο (προμήνυμα ανέμου), ηλιοστέφανο 2. σπαν. η άλως του φεγγαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + αλώνι < αλώνιον, υποκορ. του τ. άλων, παράλλ. τ. του άλως, η «η στρογγυλότητα»] …   Dictionary of Greek

  • συναλωνιάζω — Α εορτάζω με άλλους τις γιορτές τού αλωνίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλώνιον (< ἅλων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”